ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Βασιλείου Μουστάκη

Διδάκτορος της Θεολογίας

«Οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον». 

(Ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα τόση πίστη)

Μακάριος και τρισμακάριος ο Ρωμαίος στρατιωτικός της Καπερναούμ, για τον οποίο κάνει λόγο το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί αδελφοί. Είναι ο άνθρωπος που προκάλεσε τον θαυμασμό και τους επαίνους του Κυρίου. Η πίστη του στάθηκε τόσο μεγάλη, τόσο αδίστακτη, τόσο σταθερή, τόσο ωραία, ώστε το Ευαγγέλιο να την παρουσιάζει σαν πρότυπο για μίμηση, σαν ακρότατο υπόδειγμα.

Όταν εισήλθε ο Ιησούς στην Καπερναούμ, ο εκατόνταρχος εκείνος εμφανίστηκε μπροστά του και του είπε:

- Κύριε, ο δούλος σου είναι κάτοικος στο σπίτι από παράλυση κι' υποφέρει φοβερά.

Δεν πρόσθεσε τίποτα άλλο. Εκθέτει απλώς εκείνο που του συμβαίνει, εκείνο που τον λυπεί. Να το πρώτο του δείγμα της μεγάλης του πίστεως, που σε λίγο θα ξετυλίγονταν ολόκληρη, θα φανερώνονταν με αναντίρρητο τρόπο. Εξομολογείται στον Ιησού το ζήτημα του και σταματά, χωρίς να το συνδέει με την παράκληση εκείνη, που θα ήταν τόσο φυσικό να επακολουθήσει. Δεν λέει: «Κύριε, κάνε το δούλο μου καλά». Το θεωρεί ολότελα περιττό. Γιατί ξέρει, ότι εκείνος που τον ακούει, γι' αυτό βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους, για να ελαφρώσει κάθε πόνο, να γιάνει κάθε πληγή, να σβήσει κάθε θλίψει. Ξέρει, ότι ο Θεός θέλει σφοδρότερα από εμάς την εξαφάνιση κάθε αγκαθιού μπηγμένου στην καρδιά μας. Μας συμπονεί πιο πολύ απ' ότι εμείς τον εαυτό μας.

Και πραγματικά, ο Ιησούς απευθύνεται ευθύς στον εκατόνταρχο:

- Εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω.

Αυτή η απάντησης θα έπρεπε να γίνει χαρά και ικανοποίηση τον ικέτη εκείνο. Αλλά δεν συνέβη αυτό.

Ακούσατε τι είπε ο εκατόνταρχος τότε:

- Κύριε, δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από την στέγη μου. Πες μονάχα ένα λόγο και θα γίνει καλά ο δούλος μου.

Δεν θεωρεί σωστό να βάλει σε κόπο τον Κύριο και να τον φέρει στο σπίτι του. Προ παντός δεν τολμά να τον υποδεχθεί εκεί. Γιατί έχει βαθιά συναίσθηση πώς είναι αμαρτωλός που δεν αξίζει τέτοια τιμή. Δες τη στάση της μεγάλης πίστεως. Δεν είναι γεμάτη θράσος, δεν είναι απαιτητική, δεν είναι υψηλομέτωπη. Είναι γονατιστή, έμφοβη, ταπεινή.

Όχι, λέγει ο εκατόνταρχος, δεν είμαι άξιος να σε φιλοξενήσω κάτω από την στέγη μου. Αλλά μήπως χρειάζεται τάχα να διανύσεις με τα πόδια σου την απόσταση που σε χωρίζει από τον παραλυτικό υπηρέτη μου; Εγώ δεν πιστεύω, όχι με προϋποθέσεις, όχι με πλαγιοδρομίες. Σε πιστεύω απόλυτα. Είσαι παντοδύναμος Θεός που όλα μπορείς να τα κατορθώσεις μ' ένα σου μονάχα λόγο. Χωρίς να κινηθείς, χωρίς να περάσεις καμιά υλική διαδικασία. Είσαι ο Λόγος του Θεού, που σε εσένα έγινα όλα. Είσαι ο Λόγος που έκτισε τα πάντα. Πως, λοιπόν, να μην αρκέσει μόνη η φωνή σου, για να σηκώσεις από το κρεβάτι ένα βασανισμένο πλάσμα σου, όταν αυτή η φωνή έβγαλε από το τίποτε το παν που στην κτήση;

Κι' ο εκατόνταρχος συνεχίζει, προβάλλοντας ένα εύγλωττο παράδειγμα από την ίδια του την ζωή, είναι παράδειγμα που του στηρίζει την πίστη:

Να, λέγει, κι' εγώ σαν στρατιωτικός, που έχω κάτω από τις προσταγές μου ένα αριθμό λεγεωνάριων, είμαι μια μικρογραφία δική σου, ένας συμβολικός ίσκιος σου. Λέγω στον στρατιώτη, πήγαινε, και πηγαίνει. Λέγω στον άλλο, έλα εδώ, κι' έρχεται. Έτσι, ξέρω πολύ καλά ότι συμβαίνει και με εσένα. Κύριε. Έχεις κάτω από τις προσταγές σου όλους τους νόμους τις κτίσεως, όλες τις δυνάμεις του κόσμου. Συ είσαι, που αναμέρισες τα νερά της ερυθράς θαλάσσης και την έκαμες βατή, για να περάσει ο διαλεκτός σου λαός και να βγει από την δουλεία της Αιγύπτου. Συ είσαι που σταμάτησες τον ήλιο πάνω από τη Γαβαών και τη σελήνη πάνω από το φαράγγι των Αιλών, για να κινήσει ο Ιησούς του Ναυή τους πέντε βασιλείς. Συ είσαι που έκαμες να γλυκαθούν τα νερά της Ιεριχούς από τον Ελισσαιέ. Συ είσαι που σήκωσες τον γιο της Σωμανίτιδος κι' έδωσες μες από την αναμένει κάμινο τους Τρεις Παίδες κι' από τον λάκκο των λιονταριών τον Δανιήλ. Γιατί, λοιπόν, ν' αμφιβάλλω, πώς θα κάμεις καλά και από μακριά τον υπηρέτη μου, προστάζοντας την αρρώστια να φύγει και καλώντας την υγεία να έλθει;

Θαύμασε- αναφέρει το Ευαγγέλιο-ο Ιησούς σαν άκουσε αυτά τα λόγια. Γύρισε, λοιπόν, κι' είπε σε όσους τον ακολουθούσαν:

- Σας βεβαιώνω, ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα τόση πίστη. Τη βρήκα σ' αυτόν το αλλόφυλο, που δεν ανήκει στον διαλεκτό λαό. Σας προειδοποιώ, λοιπόν, όπως αυτός ο εκατόνταρχος, έτσι κι' άλλοι θα έλθουν απ' ανατολή και δύση και θα λάβουν μέρος στο αιώνιο συμπόσιο της βασιλείας των ουρανών, μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Γιατί το Ευαγγέλιο μου, που εσείς οι απόγονοι των Πατριαρχών δεν το δεχθήκατε, θα ριζοβολήσει στις καρδιές που κάθονταν στη σκιά του θανάτου. Κι' εσείς, ο περιούσιος λαός, που πρώτοι - έπρεπε να το πιστέψετε, θα μείνετε έτσι έξω από τη βασιλεία μου.

Ύστερα, γυρίζοντας πάλι στον εκατόνταρχο, του είπε:

- Πήγαινε, κι' ας σου γίνει σύμφωνα με την πίστη σου.

Κι' ο ευαγγελιστής προσθέτει: «Τι θα μπορούσαμε, αγαπητοί αδελφοί, να προσθέσουμε εμείς σε όσα είπε κι' έκαμε ο Ιησούς μπροστά σε τέτοια πίστη; Τίποτε άλλο παρά να σπεύσουμε να τη μιμηθούμε, να γίνουμε μαθητές της. Γιατί αυτήν ακριβώς την πίστη ζητά ο Κύριος από όσους είναι αληθινά δικοί του. Κι' αυτήν πάντα βραβεύει και τιμά κι' ικανοποιεί.

Πηγή: Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε